Τα λιπαρά ψάρια και θαλασσινά (και όχι μόνο) περιέχουν μία από τις δυο οικογένειες απαραίτητων λιπαρών οξέων που ο οργανισμός αδυνατεί να παραγάγει μόνος του, την ομάδα των ωμέγα-3.
Τα ω-3 είναι πολυακόρεστα λιπαρά οξέα και είναι τεράστιο το ενδιαφέρον που έχει προξενηθεί τα τελευταία χρόνια για αυτό το είδος λιπαρών οξέων.
Σε αντίθεση με τα κορεσμένα λίπη που ενοχοποιούνται για την αύξηση των λιπιδίων στο αίμα και φημίζονται για την επιβλαβή τους δράση στον ανθρώπινο οργανισμό, τα ω-3 λιπαρά οξέα που περιέχονται στα ψάρια προστατεύουν και συμβάλλουν στην πρόληψη και ρύθμιση πολλών ασθενειών του Δυτικού πολιτισμού όπως η στεφανιαία νόσος, το εγκεφαλικό επεισόδιο, οι ανωμαλίες του ανοσοποιητικού συστήματος, η νόσος Crohn, ο καρκίνος του μαστού, ο προστάτης κτλ.
Πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια επιδημιολογικές έρευνες έδειξαν πως οι Εσκιμώοι που κατανάλωναν αυξημένες ποσότητες ψαριών εμφάνιζαν μειωμένο ποσοστό ισχαιμικών καρδιοπαθειών. Οι θετικές αυτές επιδράσεις του λίπους του ψαριού φάνηκαν ύστερα από σειρά έντονων πειραματικών μελετών, όπου επίσης βρέθηκε πως πολυακόρεστα λίπη, κυρίως ω-3 λιπαρά οξέα, είναι ευεργετικά κατά των θρομβώσεων, αλλά και συμβάλλουν στην ανάπτυξη, στην καλή λειτουργία του νευρικού συστήματος, στο δέρμα, στην ομαλή εγκεφαλική ανάπτυξη του βρέφους κ.ά.
Είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση υγιών κυτταρικών μεμβρανών, για τη μεταφορά λιπών στο εσωτερικό του οργανισμού και παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση πολλών κυτταρικών διεργασιών οι οποίες συσχετίζονται με τον μεταβολισμό των λιπιδίων, την αθηροσκλήρωση και τη φλεγμονή. Ειδικότερα, κατανάλωση των ω–3 λιπαρών οξέων και, πιο ειδικά, του εικοσιπεντανοϊκού (ΕΡΑ) και δοκοσαεξανοϊκού οξέος (DHA), των μεγαλομορίων δηλαδή της σειράς, βρέθηκε πως μειώνουν σημαντικά τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων στο αίμα, ενώ παράλληλα αυξάνουν τα επίπεδα της «καλής» χοληστερόλης HDL. Ακόμη, η επαρκής κατανάλωση ω-3 λιπαρών οξέων μειώνει και τα επίπεδα της «κακής» χοληστερόλης (LDL) στο αίμα. Επίσης, προϊόντα του μεταβολισμού των λιπαρών αυτών οξέων είναι ουσίες όπως οι θρομβοξάνες, οι προσταγλανδίνες και οι προστακυκλίνες που έχουν ισχυρή αντιαθηρωματογόνο δράση.
Μάλιστα, σε μια μεγάλη έρευνα που έγινε σε ασθενείς με πρόσφατο ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου, η αυξημένη κατανάλωση ψαριού στο διαιτολόγιό τους μείωσε τους θανάτους κατά 20%. Γίνεται λοιπόν φανερό πως ένας από τους αποτελεσματικότερους τρόπους μείωσης των καρδιοπαθειών είναι η αύξηση στο διαιτολόγιό μας των ω-3 λιπαρών οξέων.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα περιοχή έρευνας για τα λ.ο. αφορά στον ρόλο τους στη λειτουργία του εγκεφάλου και της όρασης, καθώς κάποιες μελέτες δείχνουν ότι μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο στην πρόληψη της εκφύλισης της κηλίδας, μιας συχνής μορφής τύφλωσης, και ότι έχουν κάποια ευεργετική δράση σε μερικές διαταραχές κατάθλιψης. Συνεχιζόμενες μελέτες διερευνούν τον ρόλο των ω-3 λ.ο. στο ανοσοποιητικό σύστημα και υποδεικνύουν μια θετική επίδραση στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, το άσθμα, τον λύκο, τις νεφρικές παθήσεις και τον καρκίνο.
H περιεκτικότητα των ψαριών και των θαλασσινών σε ω-3 λιπαρά οξέα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: το είδος τους, τη γεωγραφική περιοχή και τα νερά από τα οποία ψαρεύονται, την εποχή αλιείας κ.ά.
Γενικά, τα παχιά ψάρια και ορισμένα θαλασσινά είναι αυτά που περιέχουν περισσότερα ω-3 λιπαρά οξέα. Όσον αφορά, το συνολικό ποσοστό λίπους, τα θαλασσινά και τα λευκά ψάρια έχουν χαμηλές περιεκτικότητες, συγκεντρώνοντας λιγότερο από 5% λίπος (π.χ. γαρίδες, αστακός, μύδια, καλαμάρι, βακαλάος, γλώσσα). Η περιεκτικότητα σε λίπος για τα λιπαρά ψάρια ποικίλλει από 5-25%: σαρδέλες και τόνος (5-10%), ρέγγα, αντσούγιες, σκουμπρί, σολομός (10-20%) και χέλι (25%).
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr