Το μέλι χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ως τρόφιμο αλλά και ως θεραπευτικό μέσο, καθώς κατά καιρούς έχει συνδεθεί με πλήθος ωφέλιμων δράσεων για την υγεία.
Σήμερα, ανήκει στις κύριες γλυκαντικές ουσίες που χρησιμοποιούμε στο καθημερινό μας διαιτολόγιο, ενώ σύγχρονες μελέτες φαίνεται ότι υποστηρίζουν ορισμένες τουλάχιστον από τις ευεργετικές του ιδιότητες.
Η σύσταση των διαφόρων ειδών μελιού ποικίλει, καθώς εξαρτάται από το είδος των φυτών και λουλουδιών από τα οποία προήλθε. Σε κάθε περίπτωση, έχει αναφερθεί πως το μέλι, εκτός από φρουκτόζη και γλυκόζη, που αποτελούν τους κύριους υδατάνθρακές του, περιέχει περισσότερα από 200 συστατικά, όπως ένζυμα, αμινοξέα, βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία και φυτοχημικά συστατικά.
Στις σημαντικότερες βιολογικές δράσεις του μελιού συγκαταλέγονται οι αντιοξειδωτικές,
αντιμικροβιακές και καταπραϋντικές του ιδιότητες. Ειδικότερα, το μέλι περιέχει σημαντικές ποσότητες φλαβονοειδών, συστατικών που δρουν ως ισχυρά αντιοξειδωτικά, προστατεύοντας τον οργανισμό από την επιβλαβή δράση των ελευθέρων ριζών, ενώ παράλληλα, φαίνεται ότι λειτουργεί ως αντιμικροβιακός παράγοντας αναστέλλοντας την ανάπτυξη των βακτηρίων.
Επιπλέον, ερευνητικά δεδομένα δείχνουν πως το μέλι προάγει την επούλωση των πληγών και ιδιαίτερα των εγκαυμάτων, καθώς και την καταπολέμηση του βήχα που οφείλεται σε λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού. Από την άλλη, είναι πιθανό να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της διάρροιας βακτηριακής αιτιολογίας, την καταπολέμηση του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού που ευθύνεται για την εμφάνιση έλκους και γαστρίτιδας, καθώς και στη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης εποχιακής αλλεργίας.
Σε γενικές γραμμές, αν και έχει φανεί σε ορισμένες μελέτες πως το μέλι προκαλεί πιο σταδιακή αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα συγκριτικά με τη ζάχαρη, ωστόσο δεν παύει να ανήκει στις πλούσιες πηγές απλών υδατανθράκων, οι οποίες θα πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο. Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως θα πρέπει να αποφεύγεται η κατανάλωση μελιού από παιδιά ηλικίας κάτω του ενός έτους, λόγω του κινδύνου εμφάνισης αλλαντίασης.
Από τη Χριστίνα Κατσαρού, επιστημονική συνεργάτη neadiatrofis.gr