Το σωματικό βάρος αποτελεί σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα των επιπέδων λιπιδίων στο αίμα, καθώς τόσο η αύξηση, όσο και η μείωσή του επηρεάζουν άμεσα τις τιμές χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων.
Πιο συγκεκριμένα, το αυξημένο σωματικό βάρος και ειδικότερα η παχυσαρκία σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης δυσλιπιδαιμιών, οι οποίες με τη σειρά τους συγκαταλέγονται στους βασικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Μάλιστα, ιδιαίτερα επιβαρυντική φαίνεται να είναι η «κεντρικού τύπου» παχυσαρκία, η ύπαρξη δηλαδή συσσωρευμένου λίπους στην περιοχή της κοιλιάς, η οποία έχει φανεί ότι διαταράσσει τη λειτουργία του λιπώδους ιστού, οδηγώντας σε αύξηση των επιπέδων τριγλυκεριδίων, ολικής και «κακής» χοληστερόλης και μείωση της «καλής» χοληστερόλης.
Τα καλά νέα είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις, η απώλεια βάρους μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ, καθυστερώντας ή αποτρέποντας την έναρξη φαρμακευτικής αγωγής. Ενδεικτικά, έχει βρεθεί πως ακόμη και μικρή απώλεια βάρους, της τάξης των 5 περίπου κιλών, μπορεί να επιφέρει μείωση των τιμών ολικής χοληστερόλης, «κακής» χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τονιστεί πως η μέθοδος και ο ρυθμός απώλειας παίζουν σημαντικό ρόλο, καθώς η απότομη μείωση του βάρους μέσα από την εφαρμογή «ανορθόδοξων» διαιτητικών σχημάτων, μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Συνεπώς, για την καλύτερη ρύθμιση των επιπέδων λιπιδίων σε άτομα με υπερβάλλον σωματικό βάρος, προτείνεται η υιοθέτηση ενός ισορροπημένου διαιτολογίου με ήπιο θερμιδικό περιορισμό και στόχο απώλειας βάρους το 0,5 – 1 κιλό ανά εβδομάδα.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr