Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί μια μεταβολική νόσο, που χαρακτηρίζεται από αδυναμία του οργανισμού να ρυθμίσει αποτελεσματικά τα επίπεδα γλυκόζης, με αποτέλεσμα την εμφάνιση υπεργλυκαιμίας, δηλαδή αυξημένων τιμών σακχάρου στο αίμα.
Πρόκειται για μια χρόνια ασθένεια που μπορεί να προκαλέσει σημαντικό αριθμό επιπλοκών για την υγεία, όπως οφθαλμολογικά προβλήματα, με σταδιακή μείωση ή και απώλεια της όρασης, περιφερική νευροπάθεια με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης «διαβητικού ποδιού», βλάβες στους νεφρούς, στεφανιαία νόσο, καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια.
Η θεραπευτική προσέγγιση για τη διαχείριση της νόσου εστιάζει στη χορήγηση κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής και την υιοθέτηση αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες και τον τρόπο ζωής του ατόμου, με απώτερο στόχο την πρόληψη ή και αποφυγή των προαναφερθέντων προβλημάτων. Μάλιστα, μεγάλος αριθμός μελετών έχει δείξει ότι η αποτελεσματική ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη σχετίζεται πράγματι με σημαντική μείωση του κινδύνου εμφάνισης μακροχρόνιων επιπλοκών.
Σήμερα, υπολογίζεται πως 1 στους 2 ενήλικες που πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη δεν το γνωρίζει, ενώ έχει φανεί πως το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την άνοδο των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα μέχρι τη διάγνωση της νόσου μπορεί να φτάσει και τα 6 έτη, δίνοντας αρκετό χρονικό περιθώριο για την «εγκατάσταση» επιπλοκών.
Συνεπώς, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως το πρώτο βασικό βήμα για τη ρύθμιση του σακχαρώδη διαβήτη είναι η έγκαιρη διάγνωσή του, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την τακτική παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα.
Ο προληπτικός έλεγχος λοιπόν, κατέχει πολύ σημαντικό ρόλο, αφού ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να δρα «ύπουλα» στον οργανισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να δίνει εμφανή συμπτώματα, αλλά δημιουργώντας βλάβες που σταδιακά μπορεί να γίνουν μη αναστρέψιμες.