Τα τελευταία χρόνια, οικονομικοί και περιβαλλοντικοί λόγοι έχουν ενδεχομένως λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς την κατανάλωση ψαριών από μικρούς και μεγάλους.
Ωστόσο, τα ψάρια παραμένουν μια ομάδα εξαιρετικά θρεπτικών τροφίμων που καταλαμβάνει σημαντική θέση σε ένα ισορροπημένο διατροφικό πρότυπο, ενώ παρά τις ανησυχίες που έχουν εκφραστεί κατά καιρούς, η επιστημονική βιβλιογραφία δείχνει πως τα οφέλη της συστηματικής κατανάλωσής τους είναι περισσότερα από τους πιθανούς κινδύνους.
Ειδικότερα, τα ψάρια είναι πλούσια πηγή πρωτεΐνης υψηλής βιολογικής αξίας, ενώ παράλληλα, έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά. Έτσι, αποτελούν μια πολύ καλή εναλλακτική του κρέατος, καθώς μπορούν να ενισχύσουν την πρωτεϊνική μας πρόσληψη χωρίς να μας «φορτώσουν» με θερμίδες και συστατικά που επιβαρύνουν το καρδιαγγειακό σύστημα.
Από την άλλη, ορισμένα ψάρια συγκαταλέγονται στις πλουσιότερες πηγές ω-3 λιπαρών οξέων, τα οποία ασκούν καρδιο-προστατευτική δράση κι έχουν συσχετισθεί από πολλές μελέτες με σημαντικά οφέλη για την υγεία και τη λειτουργία του νευρικού συστήματος. Ακόμη, στα ψάρια θα βρούμε υψηλά ποσά πολύτιμων μικροθρεπτικών συστατικών όπως βιταμίνη A και D, ασβέστιο, φώσφορο, σελήνιο και ψευδάργυρο.
Οι διεθνείς συστάσεις προτείνουν κατανάλωση ψαριού 2 φορές την εβδομάδα, με τη μία μερίδα να προέρχεται από ψάρια πλούσια σε ω-3 λιπαρά οξέα. Τέλος, αναφορικά με τον κίνδυνο επιμόλυνσης από βαρέα μέταλλα, είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε πως αυτός εξαρτάται και από το είδος των ψαριών, με τα μεγάλα ψάρια και εκείνα που ζουν περισσότερο, να θεωρούνται πιο επιβαρυμένα.
Έτσι, θα λέγαμε πως η επιλογή και κατανάλωση μικρότερων ψαριών, όπως για παράδειγμα η σαρδέλα και ο γαύρος, μπορεί να μας εξασφαλίσει όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά με λιγότερα χρήματα και μεγαλύτερη ασφάλεια.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr