Σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου τέσσερα στα δέκα παιδιά στην Ελλάδα έχουν αυξημένο σωματικό βάρος, με ένα στα δέκα από αυτά να είναι παχύσαρκο.
Είναι επίσης γεγονός ότι πολλοί εργαζόμενοι γονείς δε διαθέτουν αρκετό χρόνο για την επιμέλεια της διατροφής των παιδιών τους, με αποτέλεσμα η γιαγιά να αναλαμβάνει συχνά αυτόν το ρόλο.
Ως εκ τούτου, η γιαγιά καθορίζει εν πολλοίς το πώς θα μαγειρευτεί το μεσημεριανό (π.χ. πόσο λάδι θα προσθέσει στο μαγείρεμα, αν θα ψήσει, βράσει ή τηγανίσει το φαγητό), τι θα σερβιριστεί στο τραπέζι (π.χ. τι μερίδα θα σερβίρει στο παιδί, πόσες φέτες ψωμί θα του δώσει, πόσο λάδι θα προσθέσει στη σαλάτα, τι επιδόρπιο θα του δώσει), αλλά και την ποσότητα που τελικά θα φάει το παιδί (πόσες φορές άραγε έχουμε ακούσει τη φράση «μην αφήνεις την τελευταία μπουκιά, είναι η δύναμή σου»;). Μάλιστα, δεδομένου ότι πολλοί γονείς μπορεί να επιστρέφουν αργά το βράδυ από τη δουλειά τους, η γιαγιά ενδέχεται να επηρεάσει τη διατροφή του παιδιού και στα επόμενα γεύματα (απογευματινό, βραδινό).
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα μιας πρόσφατης έρευνας στην Ελλάδα η οποία έδειξε ότι τα παιδιά των οποίων η γιαγιά είχε κυρίως την επιμέλεια, είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα σε σχέση με τα παιδιά των οποίων οι γονείς είχαν κυρίως την επιμέλεια. Πράγματι, πολλές γιαγιάδες θεωρούν ότι το πλεονάζον βάρος των παιδιών θα τα βοηθήσει να ψηλώσουν, με αποτέλεσμα να σερβίρουν πολύ μεγαλύτερη μερίδα φαγητού από όσο χρειάζεται ένα παιδί, ενθαρρύνοντάς το μάλιστα να καταναλώσει όλη την ποσότητα ακόμα και όταν έχει χορτάσει ή δίνοντάς του σνακ υψηλής ενεργειακής περιεκτικότητας (π.χ. γλυκά, σοκολάτες) ακόμα και μετά από ένα μεγάλο γεύμα. Με βάση όμως τα σημερινά δεδομένα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι τα παχύσαρκα παιδιά αποκτούν μεγαλύτερο ύψος σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους, ενώ πολλές μελέτες δείχνουν ακριβώς το αντίθετο!
Συγκεκριμένα, τα παιδιά που είναι παχύσαρκα στην παιδική ηλικία φαίνεται ότι έχουν μεγάλη πιθανότητα να είναι παχύσαρκα και ως ενήλικες, με αποτέλεσμα να έχουν και μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, υπέρτασης και άλλων νοσημάτων που οφείλονται στην παχυσαρκία. Παράλληλα, πολλά από τα παχύσαρκα παιδιά εμφανίζουν υψηλές τιμές διαφόρων κλινικών δεικτών (π.χ. χοληστερόλης, αρτηριακής πίεσης, γλυκόζης), ενώ αντιμετωπίζουν συχνά και φαινόμενα κοινωνικού στιγματισμού από τους συμμαθητές τους.
Συμπερασματικά, η γιαγιά μπορεί να αποτελέσει έναν παράγοντα κινδύνου ή έναν πολύτιμο σύμμαχο για τη διατροφή και την κατάσταση βάρους του παιδιού, θέτοντας τα θεμέλια για τη βραχυπρόθεσμη αλλά και τη μακροπρόθεσμη υγεία του. Στις οικογένειες στις οποίες η γιαγιά αναλαμβάνει την επιμέλεια του παιδιού για ένα μεγάλο μέρος της ημέρας και ιδιαίτερα σε αυτές με υπέρβαρα ή παχύσαρκα παιδιά, είναι σημαντικό η γιαγιά να αποκτήσει την απαραίτητη ενημέρωση και συνείδηση σχετικά με θέματα διατροφής των παιδιών, ώστε να αποκτήσει έναν ενεργό και σημαντικό ρόλο για την υγεία του παιδιού.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr