Ο μητρικός θηλασμός αποτελεί αδιαμφισβήτητα τον ιδανικό τρόπο σίτισης ενός βρέφους.
Το μητρικό γάλα περιέχει τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό θρεπτικών συστατικών, καθώς και πλήθος παραγόντων που το προστατεύουν από τον κίνδυνο εμφάνισης λοιμώξεων. Παράλληλα, ο θηλασμός συνδέεται με ένα ευρύ φάσμα πλεονεκτημάτων για την υγεία του βρέφους και της μητέρας, γι’ αυτό και συστήνεται ως αποκλειστική μορφή σίτισης για τους έξι πρώτους μήνες ζωής. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι μητέρες που ανησυχούν μήπως το μωρό τους δε λαμβάνει αρκετό γάλα μέσω του αποκλειστικού θηλασμού, με αποτέλεσμα την πρόωρη διακοπή του και την ταυτόχρονη χορήγηση φόρμουλας.
Σε γενικές γραμμές, ένα μωρό που θηλάζει 6-8 φορές την ημέρα ή κάθε 2-3 ώρες και δείχνει ικανοποιημένο και ήρεμο μετά από κάθε σίτιση, λαμβάνει επαρκή ποσότητα γάλακτος. Βέβαια, αν το βρέφος μερικές φορές παρουσιάσει ανησυχία μετά το θηλασμό, δε σημαίνει απαραίτητα ότι υποσιτίζεται, καθώς αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους.
Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν ορισμένοι τρόποι που μπορούν να σας βοηθήσουν να διαπιστώσετε εάν το μωρό σας σιτίζεται επαρκώς. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνεται η «παρακολούθηση» των κενώσεων και της ποσότητας ούρων του βρέφους. Έτσι, η ύπαρξη τακτικών κενώσεων, καθώς και ούρων που «μουσκεύουν» 6 πάνες ανά 24ωρο, υποδηλώνει ότι το βρέφος καταναλώνει αρκετό γάλα.
Από την άλλη, ιδιαίτερα χρήσιμος δείκτης είναι και ο ρυθμός αύξησης του βάρους του μωρού.
Επομένως, η τακτική παρακολούθηση και αξιολόγηση του ρυθμού ανάπτυξης ενός βρέφους, σε συνεργασία με τον παιδίατρο, μπορεί να δείξει κατά πόσο σιτίζεται επαρκώς ή αν απαιτείται συμπληρωματική χορήγηση υποκατάστατου μητρικού γάλακτος. Βέβαια, είναι σημαντικό να χρησιμοποιούνται ως μέσο σύγκρισης καμπύλες ανάπτυξης παιδιών που θηλάζουν αποκλειστικά, καθώς ο ρυθμός αύξησης του βάρους είναι διαφορετικός σε βρέφη που σιτίζονται με φόρμουλα.
Από τη Χριστίνα Κατσαρού, επιστημονική συνεργάτη neadiatrofis.gr