H άπνοια ύπνου -ή αλλιώς αποφρακτική υπνική άπνοια- αποτελεί μια διαταραχή του ύπνου, που τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται όλο και πιο συχνά.
Χαρακτηριστικό της είναι η διακοπή της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου, η οποία μπορεί να διαρκέσει μερικά δευτερόλεπτα και να επαναληφθεί πολλές φορές μέσα στη νύχτα.
Αποτέλεσμα είναι το άτομο να ξυπνά ή να μεταβαίνει από βαθύ ύπνο σε ένα ελαφρύτερο στάδιο ύπνου, επαναφέροντας έτσι την αναπνοή. Ωστόσο, η παραπάνω διαδικασία υποβαθμίζει την ποιότητα του ύπνου και οδηγεί σε αυξημένο αίσθημα κόπωσης κατά τη διάρκεια της μέρας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, οι συχνές αφυπνίσεις δε γίνονται αντιληπτές από το άτομο, το οποίο ξυπνά κουρασμένο ακόμη κι αν έχει κοιμηθεί αρκετές ώρες.
Βέβαια, οι επιπτώσεις της άπνοιας ύπνου δεν περιορίζονται στο έντονο αίσθημα κόπωσης και τις συνέπειες που μπορεί αυτό να έχει στην καθημερινότητα και την ποιότητα της ζωής του ατόμου. Ειδικότερα, πρόκειται για μια διαταραχή που συνδέεται με σοβαρότερα προβλήματα υγείας, όπως η υπέρταση, οι αρρυθμίες, τα εγκεφαλικά επεισόδια και άλλα καρδιαγγειακά προβλήματα.
Οι αιτίες εμφάνισης άπνοιας ύπνου ποικίλουν και περιλαμβάνουν -μεταξύ άλλων- οργανικά αίτια, τη λήψη ορισμένων φαρμάκων, αλλά και συνήθειες του τρόπου ζωής, όπως είναι για παράδειγμα το κάπνισμα ή η κατανάλωση αλκοόλ. Από την άλλη, τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως η συχνότερη εμφάνιση του προβλήματος οφείλεται και στα υψηλά ποσοστά υπέρβαρου και παχυσαρκίας, καθώς το αυξημένο σωματικό βάρος αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση άπνοιας ύπνου.
Μάλιστα, ερευνητικά δεδομένα των τελευταίων ετών δείχνουν πως η άπνοια ύπνου και το αυξημένο σωματικό βάρος είναι πιθανό να δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο, με το υπερβάλλον βάρος να προκαλεί ή να επιδεινώνει την άπνοια ύπνου κι εκείνη με τη σειρά της να οδηγεί σε αύξηση του σωματικού βάρους, επηρεάζοντας τα επίπεδα όρεξης και σωματικής δραστηριότητας του ατόμου. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως η απώλεια βάρους μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος, βελτιώνοντας την ποιότητα ύπνου.
Από τη Χριστίνα Κατσαρού, επιστημονική συνεργάτη neadiatrofis.gr