Νέα μελέτη, που πραγματοποίησαν Φινλανδοί ερευνητές, δείχνει πως ο σακχαρώδης διαβήτης κύησης μπορεί να προληφθεί σε γυναίκες υψηλού κινδύνου, μέσα από εφαρμογή
μιας απλής και εξατομικευμένης παρέμβασης. Τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά και πιθανόν να έχουν σημαντική επίδραση στην υγεία της μητέρας και του παιδιού.
Ο επιπολασμός του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας αυξάνεται παγκοσμίως, με το ποσοστό των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας που είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες, να κυμαίνεται στο 60% στις ανεπτυγμένες χώρες. Γνωρίζουμε πως η παχυσαρκία αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνισης διαβήτη κύησης, ο οποίος με τη σειρά του αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη μελλοντικά, καθώς και την προδιάθεση του παιδιού απέναντι στην παχυσαρκία και τις διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης.
Στην παρούσα μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Diabetes Care, συμμετείχαν 293 γυναίκες με ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη κύησης ή δείκτη μάζας σώματος πριν τη σύλληψη μεγαλύτερο του 30. Οι εθελόντριες εντάχθηκαν στη μελέτη πριν την 20η εβδομάδα κύησης και χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: την ομάδα παρέμβασης, στην οποία δόθηκαν εξατομικευμένες συμβουλές διατροφής, άσκησης και διαχείρισης του σωματικού βάρους και την ομάδα ελέγχου στην οποία δόθηκε η προβλεπόμενη προγεννητική φροντίδα.
Συνολικά, η εφαρμογή της παρέμβασης είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της συχνότητας εμφάνισης διαβήτη κύησης κατά 39%. Ειδικότερα, το ποσοστό εμφάνισης διαβήτη κύησης διαμορφώθηκε στο 13,9% για την ομάδα παρέμβασης, έναντι 21,6% στην ομάδα ελέγχου. Επιπλέον, παρατηρήθηκε μικρότερη αύξηση του βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μεταξύ των συμμετεχόντων της ομάδας παρέμβασης, οι οποίες παράλληλα αύξησαν τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και βελτίωσαν την ποιότητα της διατροφής τους σε μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου.
Από τη Χριστίνα Κατσαρού, επιστημονική συνεργάτη neadiatrofis.gr