Η σύνδεση της κατανάλωσης απλών υδατανθράκων, και κυρίως ζάχαρης, με τη χαρακτηριστική συμπτωματολογία της διαταραγμένης παιδικής υπερκινητικότητας (γνωστή ως ΔΕΠΥ) αποτελεί μια ευρέως διαδεδομένη άποψη. Παρόλα αυτά δεν υπάρχουν σαφή ερευνητικά δεδομένα που να υποστηρίζουν την παρούσα συσχέτιση.
Ο Wender και Solanto αξιολογώντας την επίδραση της κατανάλωσης ζάχαρης στη συμπεριφορά 17 παιδιών με ΔΕΠΥ και 9 υγιών παιδιών παρατήρησαν ότι η ελλειμματική προσοχή αυξήθηκε στα παιδιά με ΔΕΠΥ μετά την πρόσληψη ζάχαρης και όχι στην ομάδα των υγιών παιδιών, ενώ καμία αλλαγή δεν παρατηρήθηκε στην επιθετική συμπεριφορά. Παρόλα αυτά κάποιες μελέτες έχουν αποτύχει στο να δείξουν αλλαγές στον ολικό μεταβολισμό γλυκόζης μεταξύ υγιών παιδιών και παιδιών με ΔΕΠΥ.
Η αντιδραστική υπογλυκαιμία μετά από πρόσληψη γλυκόζης προκαλεί μια αύξηση της επινεφρίνης και νορεπινεφρίνης. Η αύξηση αυτή βρέθηκε να είναι 50% μικρότερη στα παιδιά με ΔΕΠΥ, θέτοντας το ερώτημα κατά πόσο τα άτομα με ΔΕΠΥ έχουν δυσκολία στον έλεγχο ορμονών και νευροδιαβιβαστών, η οποία μπορεί να επιδεινωθεί από την κατανάλωση ζάχαρης.
Ο περιορισμός των τροφίμων που είναι πλούσια σε επεξεργασμένους υδατάνθρακες αποτελεί ένα από του γενικούς κανόνες υγιεινής διατροφής και δεν θέτει κινδύνους αλλά οφέλη για την υγεία. Μάλιστα, τρόφιμα πλούσια σε επεξεργασμένους υδατάνθρακες φέρουν και άλλα πιθανολογούμενα επιβαρυντικά χαρακτηριστικά για τη ΔΕΠΥ, όπως υψηλές συγκεντρώσεις πρόσθετων. Έτσι, ο περιορισμός της κατανάλωσης απλών υδατανθράκων, και κυρίως ζάχαρης, είναι ένας από τους διαιτητικούς χειρισμούς για τη διαχείριση της ΔΕΠΥ.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr