Η παιδική παχυσαρκία αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα με πολλές επιπτώσεις για την ανάπτυξη, την υγεία, την ψυχολογία και την ποιότητα ζωής των παιδιών και των οικογενειών τους. Είναι γνωστό πλέον, πως πρόκειται για μια πολυπαραγοντική διαταραχή, καθώς για την εμφάνισή της ευθύνεται μεγάλος αριθμός παραγόντων.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η κληρονομικότητα. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις βλέπουμε πως ένα παχύσαρκο παιδί έχει και υπέρβαρους ή παχύσαρκους γονείς, ενώ ερευνητικά δεδομένα δείχνουν πως η πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας στα παιδιά αυξάνεται κατά 50% όταν ο ένας γονέας είναι παχύσαρκος και κατά 80% όταν είναι παχύσαρκοι και οι δύο γονείς. Κατά πόσο όμως αυτό οφείλεται στο γενετικό υπόβαθρο; Μήπως τελικά τα γονίδια «φταίνε» σε μικρό σχετικά βαθμό;
Είναι γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν ταυτοποιηθεί περισσότερα από 30 γονίδια, που συνδέονται με το δείκτη μάζας σώματος. Ωστόσο, φαίνεται πως ακόμη και τα πιο «ισχυρά» από αυτά τα γονίδια, αποτελούν ένα μικρό μόνο κομμάτι του προβλήματος. Αντίθετα, μεγάλο μερίδιο ευθύνης βαραίνει τις συνήθειες του τρόπου ζωής, οι οποίες έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά σε σχέση με παλαιότερα, καθώς και το περιβάλλον όπου μεγαλώνουν τα παιδιά, που έχει χαρακτηριστεί από τους επιστήμονες ως «παχυσαρκιογενές», αφού προωθεί «ανθυγιεινές» διατροφικές επιλογές και περισσότερη σωματική αδράνεια.
Από την άλλη, δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως τα παιδιά δεν κληρονομούν μόνο τα γονίδια από τους γονείς τους, αλλά υιοθετούν και τις ίδιες συνήθειες με εκείνους. Έτσι, το αυξημένο σωματικό βάρος ενός παιδιού με υπέρβαρους γονείς, θα λέγαμε ότι οφείλεται περισσότερο στις «ανθυγιεινές» συνήθειες διατροφής και σωματικής δραστηριότητας που πιθανότατα έχουν όλα τα μέλη της οικογένειας. Συνεπώς, είναι σημαντικό να θυμάται κανείς πως το ζήτημα της παχυσαρκίας δεν είναι «πεπρωμένο», αφού ακόμη κι αν υπάρχει γενετικό υπόβαθρο που αυξάνει την προδιάθεση, ο τρόπος ζωής είναι τελικά ο παράγοντας που θα καθορίσει το αποτέλεσμα.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr