Τα βρέφη των θηλαστικών τρέφονται με το μητρικό γάλα, που είναι πλούσια πηγή λακτόζης (ο υδατάνθρακας του γάλακτος). Ωστόσο, η λακτόζη δεν μπορεί να αφομοιωθεί και να απορροφηθεί απευθείας από τον οργανισμό.
Γι’αυτό το έντερο εκκρίνει το ένζυμο λακτάση, που διασπά το μόριο της λακτόζης στα δύο απλά σάκχαρα γαλακτόζη και γλυκόζη, τα οποία μπορούν στη συνέχεια να απορροφηθούν από τα επιθηλιακά κύτταρα του λεπτού εντέρου. Όταν η ποσότητα ή/και η δράση της λακτάσης είναι μειωμένη ή ανύπαρκτη αποτρέπεται η διάσπαση της λακτόζης. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται δυσανεξία στη λακτόζη και είναι η ανικανότητα του οργανισμού να αφομοιώσει και να απορροφήσει τη λακτόζη που οδηγεί σε συμπτώματα από το γαστρεντερικό, όταν καταναλώνονται γαλακτοκομικά προϊόντα ή τρόφιμα που περιέχουν γάλα.
Επειδή το γάλα είναι σχεδόν αποκλειστική πηγή λακτόζης, τα περισσότερα θηλαστικά σταματούν να παράγουν το ένζυμο λακτάση όσο μεγαλώνουν και παύουν την κατανάλωση γάλακτος. Ειδικά όμως στους ανθρώπους, η συνεχιζόμενη κατανάλωση γάλακτος από βοοειδή και αιγοπρόβατα, καθώς και προϊόντων του, έχει συνήθως ως αποτέλεσμα πολλά παιδιά να διατηρούν την παραγωγή και τη δραστικότητα της λακτάσης σε όλη τους τη ζωή.
Βέβαια, φυσιολογικά, τα επίπεδα του ενζύμου λακτάση ελαττώνονται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Η ηλικία κατά την οποία μειώνονται τα επίπεδα λακτάσης διαφέρει μεταξύ των εθνοτικών ομάδων, αλλά είναι συνήθως μεταξύ των ηλικιών 2 και 18. Σχεδόν κανείς δεν αναπτύσσει δυσανεξία πριν την ηλικία των 2. Στους Καυκάσιους πληθυσμούς συνήθως αναπτύσσεται δυσανεξία στη λακτόζη σε παιδιά άνω των 5 ετών, ενώ σε Αφροαμερικάνους μπορεί να εμφανιστεί στα 2 έτη.
Τα σημεία και τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη αρχίζουν συνήθως 30 λεπτά έως δύο ώρες μετά τη βρώση ή την κατάποση τροφίμων που περιέχουν λακτόζη. Τα κοινά συμπτώματα περιλαμβάνουν:
– διάρροια
– ναυτία, και μερικές φορές, έμετο
– κοιλιακές κράμπες/ κοιλιακό πόνο
– τυμπανισμό, φούσκωμα
– αέρια
– απώλεια βάρους
– υποσιτισμό
– αργή ανάπτυξη σε βρέφη και παιδιά
Η διάγνωση γίνεται με την αυστηρή διαιτητική αποφυγή της λακτόζης και την παρακολούθηση των συμπτωμάτων μετά την επανεισαγωγή λακτόζης στη δίαιτα. Επίσης, συχνά χρησιμοποιείται και η δοκιμασία αναπνοής λακτόζης/υδρογόνου, η ανίχνευση σακχάρου στα κόπρανα, η βιοψία λεπτού εντέρου και μέτρηση των επιπέδων λακτάσης.
Η δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να οφείλεται σε:
1. Πρωτοπαθή ανεπάρκεια λακτάσης. Περίπου το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει πρωτοπαθή ανεπάρκεια λακτάσης. Οφείλεται σε σχετική ή απόλυτη έλλειψη λακτάσης που αναπτύσσεται στην παιδική ηλικία και είναι η πιο κοινή αιτία της δυσαπορρόφηση και δυσανεξίας της λακτόζης. Για την αντιμετώπισή της δεν είναι απαραίτητη η πλήρης αποφυγή λακτόζης καθώς τα συμπτώματα είναι δοσοεξαρτώμενα (μέχρι ένα ποτήρι γάλα την ημέρα είναι πιθανά ανεκτό).
2. Δευτεροπαθή ανεπάρκεια λακτάσης. Αυτό το είδος της ανεπάρκειας οφείλεται σε ασθένειες που καταστρέφουν την επένδυση του λεπτού εντέρου, μαζί με τη λακτάση. Παραδείγματα τέτοιας νόσου είναι η κοιλιοκάκη ή οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου. Εδώ η αντιμετώπιση γίνεται ανάλογα με τα συμπτώματα. Γίνεται αρχική αποφυγή της λακτόζης μέχρι την υποχώρηση των συμπτωμάτων και σταδιακή επανεισαγωγή της στη δίαιτα.
3. Κληρονομούμενη αλακτασία. Μπορεί να συμβεί εξαιτίας κληρονομικής απουσίας (εκ γενετής) της λακτάσης που οφείλεται σε μια μετάλλαξη στο γονίδιο που είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της λακτάσης. Αυτή είναι μια πολύ σπάνια αιτία της ανεπάρκειας λακτάση και τα συμπτώματα αυτού του τύπου της ανεπάρκειας λακτάσης αρχίζουν σύντομα μετά τη γέννηση. Είναι απαραίτητη η πλήρης αποφυγή λακτόζης: γάλα, γαλακτοκομικά προϊόντα, «κρυφές πηγές» (ψωμιά, τσουρέκια, γλυκά και σοκολάτα, κ.λ.π.), φάρμακα.
Γενικά, το γάλα ζωικής προέλευσης που δημιουργεί τα συμπτώματα της δυσανεξίας μπορεί να αντικατασταθεί με υποκατάστατα μη ζωικά γάλατα, όπως σόγιας, αλλά θα πρέπει να προσεχθεί η εκδήλωση τυχών άλλων αλλεργιών, ιδιαιτέρως σε μικρές ηλικίες. Αυτό που μπορεί να καταναλώνει το παιδί αν η ανεπάρκεια λακτάσης δεν είναι ολική, είναι γιαούρτι και τυρί, τα οποία περιέχουν πολύ μικρότερα ποσά λακτόζης, καθώς και ειδικά προϊόντα γάλακτος ελεύθερα λακτόζης.
Σε πιο μεγάλα παιδιά που τρώνε κανονικά, εκτός από ειδικά τρόφιμα χωρίς λακτόζη, απλά το παιδί μαθαίνει να αποφεύγει τροφές που περιέχουν λακτόζη, με πρώτο το γάλα και να επιλέγει εναλλακτικές πηγές όπως τυρί και γιαούρτι ή άλλες λύσεις πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά που είναι πιθανό να λείψουν από μια διατροφή ελεύθερη λακτόζης, όπως το ασβέστιο και η βιταίνη D.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr