Με τον όρο λιποδιαλυτές βιταμίνες αναφερόμαστε στις βιταμίνες A, D, E και Κ, που αποτελούν απαραίτητα για τον οργανισμό θρεπτικά συστατικά.
Καθεμιά από αυτές, επιτελεί έναν ξεχωριστό ρόλο για την εύρυθμη λειτουργία του σώματος και τη μακροχρόνια διατήρηση της υγείας.
Κύριο χαρακτηριστικό που τις διαφοροποιεί από τις υδατοδιαλυτές βιταμίνες, είναι η ιδιότητά τους να αποθηκεύονται στον οργανισμό, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε εμφάνιση συμπτωμάτων τοξικότητας, σε περίπτωση που η πρόσληψή τους κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως μπορεί να συμβεί για παράδειγμα μέσα από λανθασμένη χρήση συμπληρωμάτων διατροφής.
Ας δούμε λοιπόν, ποιος είναι ο βιολογικός ρόλος των τεσσάρων λιποδιαλυτών βιταμινών, καθώς και τις κυριότερες διαιτητικές πηγές τους:
Βιταμίνη Α: Ο βασικότερος ρόλος της εντοπίζεται στην προστασία της υγείας των ματιών και τη φυσιολογική λειτουργία της όρασης, ενώ παράλληλα, συμμετέχει στη σύνθεση και διαφοροποίηση των κυττάρων, είναι απαραίτητη για το σχηματισμό των οργάνων και την ανάπτυξη του εμβρύου, βοηθά στην καλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και προστατεύει την υγεία του δέρματος και των βλεννογόνων του σώματος. Στα τρόφιμα συναντάται σε δύο βασικές μορφές, τη ρετινόλη και την προβιταμίνη Α.
Πλούσιες πηγές ρετινόλης είναι το κρέας, και ιδιαίτερα το συκώτι, τα πουλερικά, τα λιπαρά ψάρια, το αυγό και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, ενώ η προβιταμίνη Α βρίσκεται κυρίως σε λαχανικά με έντονο κόκκινο, πορτοκαλί και πράσινο χρώμα όπως το καρότο, η κολοκύθα, η γλυκοπατάτα, το μπρόκολο και τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά (σπανάκι, λαχανίδα και άλλα χόρτα), καθώς και σε ορισμένα φρούτα όπως το βερίκοκο, το ροδάκινο, το μάνγκο και η παπάγια.
Βιταμίνη D: Είναι το σημαντικότερο θρεπτικό συστατικό για τη ρύθμιση των επιπέδων ασβεστίου στο αίμα και την ανάπτυξη και διατήρηση της υγείας των οστών. Επιπλέον, πλήθος μελετών τα τελευταία χρόνια δείχνει πως πιθανότατα εμπλέκεται σε πολλές φυσιολογικές διεργασίες του οργανισμού, ενώ η έλλειψή της έχει συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ενός συνόλου ασθενειών, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, πολλές μορφές καρκίνου, ο σακχαρώδης διαβήτης και ο διαβήτης κύησης, η υπέρταση και ορισμένα αυτοάνοσα νοσήματα. Το μεγαλύτερο μέρος της συντίθεται στο δέρμα μέσω της έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία, ενώ οι διαιτητικές πηγές της είναι αρκετά περιορισμένες και περιλαμβάνουν τα λιπαρά ψάρια, το αυγό, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα εμπλουτισμένα τρόφιμα.
Βιταμίνη Ε: Αποτελεί ισχυρό αντιοξειδωτικό, που προστατεύει τα κύτταρα από την επιβλαβή δράση των ελευθέρων ριζών. Παράλληλα, ασκεί και άλλες βιολογικές δράσεις, συμμετέχοντας στη φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και των αγγείων, τη σύνθεση των ερυθρών αιμοσφαιρίων και την αξιοποίηση της βιταμίνης Κ από τον οργανισμό. Στις πλουσιότερες πηγές της περιλαμβάνονται τα φυτικά έλαια, όπως το ελαιόλαδο, το ηλιέλαιο και το αραβοσιτέλαιο, οι ξηροί καρποί και ειδικότερα τα αμύγδαλα, οι ηλιόσποροι και τα φουντούκια, το αυγό, το φύτρο του σιταριού, το αβοκάντο και ορισμένα λαχανικά, όπως το σπανάκι, τα σπαράγγια, η κολοκύθα και οι κόκκινες πιπεριές.
Βιταμίνη Κ: Είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική διαδικασία πήξης του αίματος, ενώ σχετίζεται και με τη σκελετική υγεία, συμμετέχοντας στη σύνθεση πρωτεϊνών που εμπλέκονται στην εναπόθεση ασβεστίου στα οστά. Οι κυριότερες διαιτητικές πηγές της είναι τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, το μπρόκολο, το λάχανο, τα λαχανάκια Βρυξελλών, τα σπαράγγια και το συκώτι. Ακόμη, ποσότητα βιταμίνης Κ συντίθεται και από τον ίδιο τον οργανισμό, και ειδικότερα από βακτήρια του κατώτερου πεπτικού συστήματος.