Η στέβια είναι ένα γλυκαντικό που έχει γίνει πολύ δημοφιλές τα τελευταία χρόνια, καθώς σε αντίθεση με άλλα τεχνητά γλυκαντικά, είναι φυτικής προέλευσης και συνεπώς θεωρείται πιο «υγιεινή» επιλογή.
Οι γλυκαντικές ουσίες του φυτού στέβια έχουν περίπου 200-300 φορές μεγαλύτερη γλυκαντική ικανότητα από την κοινή ζάχαρη, χωρίς ωστόσο να αποδίδουν ενέργεια. Σήμερα, χρησιμοποιούνται από τη βιομηχανία τροφίμων σε αναψυκτικά, ροφήματα, γλυκίσματα και άλλα προϊόντα διατροφής, με στόχο τη μείωση της περιεκτικότητας σε σάκχαρα και θερμίδες. Επιπλέον, η στέβια διατίθεται στο εμπόριο και σε άλλες μορφές (σκόνη, σταγόνες, δισκία), ως υποκατάστατο της κοινής ζάχαρης ή άλλων γλυκαντικών υλών.
Η στέβια έχει χαρακτηριστεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων ως «ασφαλής προς κατανάλωση», ενώ το ανώτατο αποδεκτό όριο πρόσληψης έχει οριστεί στα 4 mg ανά κιλό σωματικού βάρους. Επιπλέον, ερευνητικά δεδομένα δείχνουν πως η εν λόγω γλυκαντική ύλη δεν επηρεάζει τα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης στο αίμα, γεγονός που αποτελεί πλεονέκτημα για ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και άτομα με διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη.
Ωστόσο, θα πρέπει να αναφερθεί πως τα προϊόντα στέβιας που κυκλοφορούν στην αγορά μπορεί να παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τη σύνθεσή τους, με πολλά από αυτά να περιέχουν συνδυασμό γλυκοζιτών στεβιόλης με άλλα τεχνητά γλυκαντικά. Επομένως, οι καταναλωτές θα πρέπει να δίνουν προσοχή στις ετικέτες των προϊόντων, ώστε να ελέγχουν σε τι ποσοστό περιέχεται η στέβια σε αυτά.
Ακόμη, είναι σημαντικό να θυμάται κανείς πως η αντικατάσταση της ζάχαρης ενός τροφίμου ή ροφήματος από στέβια δεν το καθιστά απαραίτητα «υγιεινό» ή «διαίτης», αφού είναι πολύ πιθανό να εξακολουθεί να έχει πολλές θερμίδες, καθώς και άλλα «ανθυγιεινά» συστατικά, όπως κορεσμένα ή trans λιπαρά οξέα.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr