H βιταμίνη D είναι ένα απαραίτητο θρεπτικό συστατικό, που φαίνεται ότι παίζει κομβικό ρόλο στη διατήρηση της υγείας.
Παλαιότερα, θεωρούσαμε πως η βιολογική της δράση εντοπίζεται κυρίως στη ρύθμιση της ομοιόστασης του ασβεστίου και συνεπώς στο μεταβολισμό των οστών. Ωστόσο, το τεράστιο ερευνητικό ενδιαφέρον που έχει συγκεντρώσει τις τελευταίες δεκαετίες, έχει αναδείξει τον πολύπλευρο ρόλο της, καθώς φαίνεται ότι συμμετέχει, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος και την πρόληψη χρόνιων νοσημάτων όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, ο σακχαρώδης διαβήτης, διάφορες μορφές καρκίνου αλλά και ορισμένες αυτοάνοσες ασθένειες.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η βιταμίνη D είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ανάπτυξη του σκελετού του εμβρύου, ενώ οι αποθήκες της μητέρας σε βιταμίνη D χρησιμεύουν για τη δημιουργία των αντίστοιχων αποθηκών που θα δημιουργήσει το έμβρυο. Από την άλλη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δεδομένα σχετικά με τον ευρύτερο ρόλο της βιταμίνης D κατά την ενδομήτριο ζωή και τους κινδύνους που συνδέονται με την ανεπάρκειά της.
Ειδικότερα, η ανεπάρκεια βιταμίνης D κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης προεκλαμψίας, διαταραγμένης ανοχής στη γλυκόζη, σακχαρώδη διαβήτη κύησης και υψηλότερη πιθανότητα τοκετού με καισαρική τομή. Από την άλλη, τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D κατά την προγεννητική περίοδο, είναι πιθανό να σχετίζονται και με τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού, αλλά και το βάρος γέννησης, αυξάνοντας την πιθανότητα γέννησης νεογνού με χαμηλό σωματικό βάρος. Τέλος, πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει πως τα επίπεδα βιταμίνης D στην εγκυμοσύνη μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμη επίδραση στην ανάπτυξη και την υγεία του παιδιού, επηρεάζοντας τον κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών και νοσημάτων σε μετέπειτα στάδιο της ζωής.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, είναι πολύ σημαντικό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης να εξασφαλίζεται επαρκής διατροφική πρόσληψη βιταμίνης D από πηγές όπως τα λιπαρά ψάρια, το αυγό, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα εμπλουτισμένα τρόφιμα, αλλά και ικανή σύνθεσή της μέσω της ηλικιακής έκθεσης. Παράλληλα, ο έλεγχος των επιπέδων βιταμίνης D στο αίμα είναι σίγουρα χρήσιμος –αν όχι απαραίτητος-, ώστε να διερευνηθεί η πιθανότητα χορήγησης κατάλληλου συμπληρώματος, που θα καλύψει τις ανάγκες της μητέρας και του εμβρύου, πάντα υπό την παρακολούθηση και καθοδήγηση του γυναικολόγου.
Επιστημονική Ομάδα neadiatroifis.gr