Νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Pediatrics, συνδέει τη μειωμένη διάρκεια ύπνου με την πιθανότητα εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 στα παιδιά.
Για τους σκοπούς της μελέτης, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από 4.525 παιδιά ηλικίας 9 και 10 ετών. Πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις ύψους, βάρους, σωματικού λίπους και αρτηριακής πίεσης, καθώς και αιματολογικές εξετάσεις, προκειμένου να προσδιοριστούν τα επίπεδα γλυκόζης, ινσουλίνης, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης και λιπιδίων. Η διάρκεια ύπνου υπολογίστηκε μέσα από πληροφορίες που έδωσαν τα παιδιά, ενώ σε ένα μικρότερο μέρος του δείγματος πραγματοποιήθηκε αντικειμενική αξιολόγηση.
Η μέση διάρκεια ύπνου των παιδιών ήταν 10.5 ώρες. Ωστόσο, παρατηρήθηκε πως όσο μικρότερη ήταν η διάρκεια ύπνου, τόσο υψηλότερα ήταν τα επίπεδα σωματικού λίπους, γεγονός που έχει φανεί και σε προηγούμενες μελέτες. Επιπλέον, η διάρκεια ύπνου φάνηκε να συνδέεται αντιστρόφως ανάλογα με τα επίπεδα γλυκόζης, ινσουλίνης και ινσουλινοαντίστασης. Πιο συγκεκριμένα, μείωση της διάρκειας ύπνου ακόμη και κατά 1 ώρα, συσχετίσθηκε με σημαντική αύξηση των επιπέδων γλυκόζης και ινσουλινοαντίστασης, που αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, ο σχεδιασμός της μελέτης δεν αποδεικνύει σχέση αιτίας και αποτελέσματος και θα πρέπει να πραγματοποιηθούν περισσότερες μελέτες, ώστε να διερευνηθούν και να επιβεβαιωθούν οι παραπάνω συσχετίσεις. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι ο καλός ύπνος αποτελεί μια απλή στρατηγική που θα μπορούσε να συμβάλλει στην έγκαιρη πρόληψη της εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr