Ο όρος ινσουλινοαντίσταση χρησιμοποιείται για να περιγράψει την «αντίσταση» των κυττάρων του οργανισμού στη δράση της ινσουλίνης, της ορμόνης δηλαδή, που είναι υπεύθυνη για
την αποτελεσματική ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η εν λόγω κατάσταση αποτελεί μια συχνή μεταβολική διαταραχή, η οποία δρα σιωπηλά, «αναγκάζοντας» το πάγκρεας να παράγει και να εκκρίνει περισσότερη ινσουλίνη, γεγονός που προοδευτικά μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Η ινσουλινοαντίσταση μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Μεταξύ αυτών, ιδιαίτερα σημαντική είναι η συμβολή του αυξημένου σωματικού βάρους -και ιδιαίτερα της κεντρικού-τύπου παχυσαρκίας- και της σωματικής αδράνειας, που αποτελούν βασικούς παράγοντες κινδύνου. Επιπλέον, στα αίτια εμφάνισης του προβλήματος συγκαταλέγονται και οι «ανθυγιεινές» διατροφικές συνήθειες, το κάπνισμα, οι διαταραχές του ύπνου και η ύπαρξη πολυκυστικών ωοθηκών.
Αναφορικά με την αντιμετώπιση της ινσουλινοαντίστασης, αυτό που προτείνεται ουσιαστικά δε διαφέρει από τις συστάσεις για υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών και δραστήριου τρόπου ζωής. Ειδικότερα, συστήνεται η κατανάλωση ενός ισορροπημένου διαιτολογίου με υψηλή πρόσληψη φρούτων και λαχανικών, επιλογή δημητριακών ολικής άλεσης και γαλακτοκομικών χαμηλών λιπαρών, τακτική κατανάλωση οσπρίων και ψαριού, προτίμηση σε άπαχες πηγές πρωτεΐνης και αποφυγή επεξεργασμένων τροφίμων, προϊόντων αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής και έτοιμου φαγητού, που είναι πλούσια σε λίπος, ζάχαρη ή/και αλάτι.
Στο κομμάτι της άσκησης, είναι σημαντικό να υπάρχει συστηματική σωματική δραστηριότητα, με ελάχιστο στόχο τα 30 λεπτά ανά ημέρα. Βέβαια, αξίζει να αναφερθεί πως ο παραπάνω χρόνος δεν είναι απαραίτητο να αφιερώνεται σε οργανωμένη άσκηση ή κάποιο άθλημα. Έτσι, ακόμη και το γρήγορο περπάτημα μπορεί να αποτελέσει μια καλή εναλλακτική. Τέλος, σε περιπτώσεις υπέρβαρου ή παχυσαρκίας συστήνεται σταδιακή απώλεια βάρους.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr