Η λακτόζη είναι ένας δισακχαρίτης που αποτελείται από γλυκόζη και γαλακτόζη και είναι στην ουσία ο κύριος υδατάνθρακας του γάλακτος.
Καθώς η λακτόζη δεν απορροφάται απευθείας από τον οργανισμό, για την πέψη της απαιτείται πρώτα η διάσπασή της από ένα ένζυμο που βρίσκεται στο βλεννογόνο του εντέρου και ονομάζεται λακτάση.
Σε πολλές περιπτώσεις, η δραστικότητα της λακτάσης μειώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε αναπτύσσεται η λεγόμενη δυσανεξία στη λακτόζη, η αδυναμία δηλαδή υδρόλυσης και απορρόφησης της λακτόζης,. Εκδηλώνεται κυρίως με γαστρεντερικά συμπτώματα όπως διάρροια, ναυτία, κοιλιακές κράμπες, φούσκωμα και αυξημένη παραγωγή αερίων.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της δυσανεξίας στη λακτόζη περιλαμβάνει την αποφυγή ή τον περιορισμό της διαιτητικής πρόσληψης λακτόζης, σε βαθμό που εξαρτάται από την ανοχή του ατόμου.
Ωστόσο, δεν απαιτείται ο αποκλεισμός όλων των γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς δεν έχουν όλα την ίδια περιεκτικότητα σε λακτόζη. Το φρέσκο γάλα έχει τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα κι επομένως θα πρέπει να αποφεύγεται από άτομα που εμφανίζουν δυσανεξία. Εναλλακτικά, στα ράφια των σούπερ μάρκετ υπάρχουν διαθέσιμα γάλατα που έχουν υποστεί ζύμωση και περιέχουν 70% λιγότερη λακτόζη, κι επομένως είναι καλά ανεκτά.
Από την άλλη, το γιαούρτι, το κεφίρ και το ξινόγαλο μπορούν να καταναλωθούν, καθώς είναι προϊόντα που προκύπτουν από ζύμωση βακτηρίων, κατά την οποία ένα ποσοστό της λακτόζης διασπάται.
Τέλος, όσον αφορά στα τυριά, η περιεκτικότητά τους σε λακτόζη ποικίλει. Γενικά, τα σκληρά τυριά όπως κασέρι, γραβιέρα, κεφαλοτύρι, τσένταρ, έμενταλ, γκούντα, ένταμ, παρμεζάνα έχουν πολύ μικρή ποσότητα λακτόζης και είναι καλά ανεκτά.
Χριστίνα Κατσαρού
Επιστημονική συνεργάτη neadiatrofis.gr