Οι διατροφικές συστάσεις διεθνών επιστημονικών οργανισμών για παιδιά και εφήβους, προτείνουν αντικατάσταση του πλήρους γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων από τα αντίστοιχα χαμηλών λιπαρών, μετά την ηλικία των 2 ετών.
Αντίθετα, σε μικρότερες ηλικίες, δε συστήνεται η κατανάλωση ημιάπαχων η άπαχων γαλακτοκομικών, παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις όπου το παιδί αντιμετωπίζει πρόβλημα βάρους κι έπειτα από κατάλληλη αξιολόγηση, καθώς σε αυτήν την περίοδο, το λίπος της διατροφής είναι απαραίτητο για την υγιή ανάπτυξη και τη φυσιολογική ωρίμανση του νευρικού συστήματος.
Παρά ταύτα, συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι το γάλα χαμηλών λιπαρών είναι «φτωχότερο» σε θρεπτικά συστατικά, με αποτέλεσμα πολλοί γονείς να μην το επιλέγουν. Στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς το «ελαφρύ» γάλα περιέχει τις ίδιες ποσότητες θρεπτικών συστατικών, όπως πρωτεΐνη υψηλής βιολογικής αξίας, ασβέστιο, φώσφορο, κάλιο, βιταμίνες Β2 και Β12, με το πλήρες.
Η διαφορά στη διατροφική τους σύσταση, ουσιαστικά περιορίζεται στην περιεκτικότητά τους σε ολικό και κορεσμένο λίπος. Αναφορικά με τις λιποδιαλυτές βιταμίνες, κυρίως την Α και τη D, το «ελαφρύ» γάλα περιέχει μικρότερες ποσότητες συγκριτικά με το πλήρες. Ωστόσο, θα πρέπει να αναφερθεί πως το γάλα ως τρόφιμο δεν αποτελεί κύρια πηγή των εν λόγω θρεπτικών συστατικών.
Συνεπώς, το γάλα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά (1-2%) προσφέρει στα παιδιά όλη τη θρεπτική αξία του τροφίμου, παρέχοντας ταυτόχρονα λιγότερες θερμίδες, λιπαρά και ειδικότερα κορεσμένα, που συχνά προσλαμβάνονται σε υψηλότερες ποσότητες από τις επιθυμητές, λόγω της υψηλής κατανάλωσης τροφίμων που είναι πλούσια σε αυτά, έτοιμων φαγητών και επεξεργασμένων προϊόντων, κι έχουν συσχετισθεί με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών και άλλων νοσημάτων. Ειδικότερα, εάν αναλογιστεί κανείς ότι τα παιδιά και οι έφηβοι, ανάλογα με την ηλικία τους, θα πρέπει να καταναλώνουν 2-3 μερίδες γαλακτοκομικών καθημερινά, το όφελος από την επιλογή ημιάπαχων προϊόντων είναι σημαντικό, όσον αφορά στην πρόσληψη ενέργειας, ολικού και κορεσμένου λίπους, συμβάλλοντας στη βελτίωση της συνολικής ποιότητας της διατροφής.
Επιπλέον, η έγκαιρη εισαγωγή των ημιάπαχων γαλακτοκομικών προϊόντων μπορεί να διευκολύνει το παιδί να «συνηθίσει» την κατανάλωσή τους και να την υιοθετήσει σε μακροχρόνιο επίπεδο, προσφέροντας ακόμη μεγαλύτερο όφελος κατά την ενήλικο ζωή, όπου ο έλεγχος της πρόσληψης ενέργειας, λίπους και κορεσμένων λιπαρών αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία.
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή γαλακτοκομικών προϊόντων χαμηλών σε λιπαρά θα πρέπει να συνδυάζεται με μια πλήρη και ισορροπημένη διατροφή, προκειμένου να εξασφαλίζεται επαρκής πρόσληψη όλων των θρεπτικών συστατικών που είναι απαραίτητα για τη φυσιολογική και υγιή ανάπτυξη των παιδιών.
Από τη Χριστίνα Κατσαρού, επιστημονική συνεργάτη neadiatrofis.gr