Στην ελληνική κουζίνα χρησιμοποιούνται πολλά είδη μυρωδικών, που ενισχύουν τη γεύση των πιάτων, το καθένα προσδίδοντας ξεχωριστά αρώματα. Πέρα, όμως, από τη βελτίωση του γευστικού αποτελέσματος, τα διάφορα
βότανα και μυρωδικά μπορούν να αναβαθμίσουν και τη διατροφική αξία του φαγητού, συνεισφέροντας στην πρόσληψη πολύτιμων θρεπτικών συστατικών.
Κοινό χαρακτηριστικό των μυρωδικών, είναι η υψηλή περιεκτικότητά τους σε αντιοξειδωτικά συστατικά, τα οποία συμβάλλουν στην εξουδετέρωση των ελεύθερων ριζών και τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων που συνδέονται με το λεγόμενο «οξειδωτικό στρες», όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, ο σακχαρώδης διαβήτης και πολλές μορφές καρκίνου.
Επιπλέον, τα περισσότερα μυρωδικά που χρησιμοποιούνται σχεδόν καθημερινά στη μαγειρική, όπως ο μαϊντανός, το σέλινο, ο βασιλικός και η ρίγανη αποτελούν πλούσιες πηγές βιταμίνης Κ, η οποία είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική διαδικασία πήξης του αίματος και παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της υγείας των οστών.
Από την άλλη, κάθε μυρωδικό έχει να προσφέρει και άλλα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, όπως βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία. Βέβαια, είναι γεγονός πως η ποσότητα μυρωδικών που προστίθεται στο φαγητό ή τις σαλάτες δεν είναι ικανή να καλύψει τις ανάγκες του οργανισμού σε απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η καθημερινή χρήση ποικιλίας φρέσκων μυρωδικών μπορεί να εμπλουτίσει τη διατροφή μας με πολύτιμα συστατικά, ενισχύοντας σε ένα βαθμό τη θρεπτική της επάρκεια.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr