Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι μια διαταραχή του γαστρεντερικού συστήματος, η οποία οφείλεται στη μερική ή ολική
αδυναμία του οργανισμού να διασπάσει τη λακτόζη, τον κύριο υδατάνθρακα του γάλακτος. Τα συμπτώματα της δυσανεξίας παρουσιάζονται συνήθως σε διάστημα 30 λεπτών έως 2 ωρών μετά την κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν λακτόζη και περιλαμβάνουν γαστρεντερικές ενοχλήσεις όπως διάρροια, ναυτία, κοιλιακές κράμπες, φούσκωμα και αυξημένη παραγωγή αερίων.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση περιλαμβάνει βασικά την αποφυγή ή τον περιορισμό της διαιτητικής πρόσληψης λακτόζης. Ο βαθμός δε, στον οποίο θα πρέπει να περιοριστεί η πρόσληψη λακτόζης εξαρτάται από την ανοχή του οργανισμού και μπορεί να διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο.
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα ποικίλουν όσον αφορά στην περιεκτικότητά τους σε λακτόζη, με αποτέλεσμα να είναι περισσότερο ή λιγότερο ανεκτά από άτομα που εμφανίζουν δυσανεξία. Σε γενικές γραμμές, το φρέσκο γάλα έχει την υψηλότερη περιεκτικότητα κι επομένως θα πρέπει να αποφεύγεται. Ωστόσο, στην αγορά υπάρχουν επιλογές προϊόντων γάλακτος που έχουν υποστεί ζύμωση, με αποτέλεσμα να περιέχουν 70% λιγότερη λακτόζη.
Από την άλλη, το γιαούρτι, το κεφίρ και το ξινόγαλο είναι καλύτερα ανεκτά και μπορούν να καταναλωθούν από την πλειοψηφία των ατόμων με δυσανεξία, καθώς η διαδικασία παρασκευής τους οδηγεί σε διάσπαση ενός μέρους της λακτόζης του γάλακτος. Όσον αφορά στα τυριά, η περιεκτικότητά τους σε λακτόζη διαφέρει ανάλογα με το είδος και τη μέθοδο παραγωγής τους. Γενικά, σκληρά τυριά όπως κασέρι, γραβιέρα, κεφαλοτύρι, τσένταρ, έμενταλ, γκούντα, ένταμ, παρμεζάνα έχουν πολύ μικρή ποσότητα λακτόζης και είναι καλά ανεκτά.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr