Είναι γνωστό πως η απώλεια βάρους καθορίζεται από το λεγόμενο «ενεργειακό ισοζύγιο», δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των θερμίδων που προσλαμβάνουμε μέσω της
διατροφής και εκείνων που δαπανώνται για τις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού και τη σωματική δραστηριότητα. Εύλογα, λοιπόν, μπορεί να σκεφτεί κανείς πως μετρώντας τις θερμίδες που καταναλώνει και «σταματώντας» σε επίπεδα χαμηλότερα από την ενεργειακή του δαπάνη, θα πετύχει την επιθυμητή μείωση του σωματικού βάρους.
Πόσο εύκολο είναι όμως να εφαρμοστεί στην πράξη κάτι τέτοιο και τι αντίκτυπο μπορεί να έχει στη διατροφική συμπεριφορά του ατόμου;
Αν και στο διαδίκτυο μπορεί κανείς να βρει πληθώρα θερμιδομετρητών, δεν είναι πάντα εφικτό να υπολογίσει με σχετική ακρίβεια την ποσότητα κατανάλωσης, ώστε να κάνει τις κατάλληλες αναγωγές. Ακόμη όμως και αν υπάρχει εξοικείωση και η εκτίμηση της θερμιδικής πρόσληψης είναι σχετικά ακριβής, η εν λόγω πρακτική οδηγεί το άτομο σε μια συνεχή ενασχόληση ή ακόμη και «εμμονή» με τις θερμίδες, γεγονός που δεν αφήνει περιθώρια για τη διαμόρφωση μιας υγιούς σχέσης με το φαγητό.
Παράλληλα, καθώς το επίκεντρο βρίσκεται μόνο στο θερμιδικό περιεχόμενο των τροφίμων, η θρεπτική τους αξία έρχεται σε …δεύτερη μοίρα, κάτι που μπορεί να υποβαθμίσει την ποιότητα της διατροφής. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ένα τρόφιμο με λίγες θερμίδες δεν είναι απαραίτητα θρεπτικό και υγιεινό όπως αντίστοιχα, ένα «υγιεινό» τρόφιμο μπορεί να αποδίδει πολλές θερμίδες.
Συνεπώς, θα λέγαμε πως στόχος σε μια δίαιτα απώλειας βάρους πρέπει να είναι η υιοθέτηση ενός υγιεινού διατροφικού προτύπου και συμπεριφορών που θα γίνουν συνήθεια της καθημερινότητας, καθώς αυτό θα αποτελέσει και το «κλειδί της επιτυχίας» για τη μακροχρόνια διατήρηση της απώλειας βάρους.
Σε κάθε περίπτωση είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς ποια τρόφιμα και ομάδες τροφίμων έχουν υψηλή ενεργειακή πυκνότητα, προκειμένου να περιορίζει τη συχνότητα και ποσότητα κατανάλωσης και να προτιμά επιλογές που είναι θερμιδικά «φτωχότερες».
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr