Η σιδηροπενική αναιμία ή το πρώιμο στάδιο αυτής, η σιδηροπενία, αποτελούν ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Πιο επιρρεπείς στην έλλειψη σιδήρου είναι οι εγκυμονούσες, οι γυναίκες με μεγάλη απώλεια αίματος κατά την περίοδο, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι. Κατά τη σιδηροπενική αναιμία τα αποθέματα σιδήρου στον οργανισμό είναι χαμηλά με αποτέλεσμα το οξυγόνο να μην μεταφέρεται τόσο αποτελεσματικά στους ιστούς.
Σαν συνέπεια το άτομο νιώθει κόπωση, ατονία, ενώ κλινικά χαρακτηριστικά αποτελούν η ωχρότητα του προσώπου και ορισμένες φορές η τριχόπτωση. Η διατροφή μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της σιδηροπενίας και της σιδηροπενικής αναιμίας, μέσω της επαρκούς πρόσληψης και αποτελεσματικής απορρόφησης του σιδήρου από διατροφικές πηγές.
Ο σίδηρος βρίσκεται στα τρόφιμα με δύο μορφές: σαν αιμικός σίδηρος σε ζωικής προέλευσης προϊόντα (κρέας, πουλερικά, ψάρια) και σαν μη αιμικός σίδηρος σε τρόφιμα φυτικής προέλευσης (πράσινα φυλλώδη λαχανικά, όσπρια, αποξηραμένα φρούτα, σουσάμι), στα θαλασσινά καθώς και σε εμπλουτισμένα τρόφιμα (π.χ. δημητριακά πρωινού).
Ο αιμικός σίδηρος απορροφάται καλύτερα από τον οργανισμό σε σχέση με τον μη αιμικό. Ωστόσο η αφομοίωση του μη αιμικού σιδήρου μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά όταν στο γεύμα συνυπάρχει πηγή βιταμίνης C (εσπεριδοειδή, φράουλες, ακτινίδια κλπ).
Επίσης το ασβέστιο, οι φυτικές ίνες και η καφεΐνη εμποδίζουν την απορρόφηση του σιδήρου γι’ αυτό και δε θα πρέπει να λαμβάνονται στο ίδιο γεύμα όποτε αυτό είναι δυνατό. Γενικότερα, μια καλά σχεδιασμένη διατροφή μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην κάλυψη των αναγκών του οργανισμού σε σίδηρο υποστηρίζοντας αποτελεσματικά την αντιμετώπιση της έλλειψης του.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr