Η δυσανεξία στο γάλα οφείλεται στην αδυναμία του οργανισμού να μεταβολίσει – πέψει ένα συγκεκριμένο συστατικό του γάλακτος τη λακτόζη.
Η αδυναμία αυτή οφείλεται στην ολική ή μερική έλλειψη ενός ενζύμου, της λακτάσης, η οποία ουσιαστικά διασπά τη λακτόζη σε μικρότερα μόρια για να απορροφηθεί.
Ένα μωρό μπορεί είτε να γεννηθεί με αυτή την ανεπάρκεια είτε να την αναπτύξει στην πορεία της ζωής του (πιο σπάνια), κυρίως αν απέχει για μεγάλο διάστημα από την κατανάλωση γάλακτος, με αποτέλεσμα να αδρανοποιείται σε κάποιο βαθμό και να χάνει τη δραστικότητά της η λακτάση.
Ένα ερώτημα που εύλογα δημιουργείται είναι το αν και κατά πόσο το πρόβλημα ξεπερνιέται μετά από κάποια χρόνια ή ακολουθεί τον άνθρωπο σε όλη του τη ζωή.
Το πρόβλημα όπως είπαμε οφείλεται σε έλλειψη συγκεκριμένης ουσίας από τον οργανισμό και δεν ξεπερνιέται από μόνο του.
Υπάρχουν σήμερα σκευάσματα εξωγενούς χορήγησης του υπολειπόμενου ενζύμου ή απλά μαθαίνει κανείς να αποφεύγει τροφές που περιέχουν λακτόζη.
Υπάρχουν κάποια ειδικά τεστ για τη δυσανεξία στο γάλα;
Σαφέστατα και υπάρχουν ειδικά τεστ ελέγχου δυσανοχής στη λακτόζη, τα οποία σήμερα γίνονται σε κάθε παιδί που γεννιέται.
Με τι γάλα μπορεί να αντικατασταθεί το γάλα της αγελάδας;
Μπορεί να αντικατασταθεί με υποκατάστατα μη ζωικά γάλατα, όπως σόγιας, αλλά θα πρέπει να προσεχθεί η εκδήλωση τυχών άλλων αλλεργιών, ιδιαιτέρως σε μικρές ηλικίες.
Αυτό που μπορεί να καταναλώνει το παιδί αν η ανεπάρκεια λακτάσης δεν είναι ολική, είναι γιαούρτι και τυρί, τα οποία περιέχουν πολύ μικρότερα ποσά λακτόζης, καθώς και ειδικά προϊόντα γάλακτος ελεύθερα λακτόζης.
Τι γίνεται με πιο μεγάλα παιδιά;
Σε πιο μεγάλα παιδιά που τρώνε κανονικά, εκτός από ειδικά τρόφιμα χωρίς λακτόζη απλά το παιδί μαθαίνει να αποφεύγει τροφές που περιέχουν λακτόζη, με πρώτο το γάλα και να επιλέγει εναλλακτικές πηγές όπως τυρί και γιαούρτι.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr