Ένας κακοφωτισμένος ή σκοτεινός δρόμος είναι προς αποφυγήν. Ενδέχεται να καιροφυλακτεί κάποιος κακοποιός ή να γίνει τροχαίο
ατύχημα, λόγω μειωμένης ορατότητας. Ή μήπως όχι;
Ο δημόσιος φωτισμός μπορεί να είναι λιγότερο έντονος, για λόγους εξοικονόμησης ενέργειας και χρημάτων, χωρίς αυτό να αυξήσει ούτε τα τροχαία ατυχήματα στους λιγότερο φωτισμένους δρόμους, ούτε τα περιστατικά εγκληματικότητας. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια νέα Bρετανική επιστημονική έρευνα και οι ερευνητές εισηγούνται στις Αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης να μην διστάσουν να κάνουν τις πόλεις πιο σκοτεινές.
Οι ερευνητές της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής και του University College του Λονδίνου, με επικεφαλής τον Δρ Φιλ Έντουαρντς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό επιδημιολογίας “Journal of Epidemiology and Community Health”, ανέλυσαν στοιχεία για μια περίοδο 14 ετών (2000-2013), προερχόμενα από 62 τοπικές κοινότητες στη Βρετανία, οι οποίες είχαν κατά καιρούς δοκιμάσει να χαμηλώσουν τα φώτα στους δημόσιους χώρους και δρόμους.
Όπως αναφέρεται στο ΑΠΕ ΜΠΕ, οι βρετανικές πόλεις είχαν πειραματισθεί με μια ποικιλία στρατηγικών: μόνιμο σβήσιμο ορισμένων φώτων, μείωση των ωρών που οι λάμπες έμεναν αναμμένες τα βράδια, χαμήλωμα της έντασης του φωτισμού, αντικατάσταση συμβατικών λαμπτήρων με λιγότερο ενεργοβόρες λάμπες LED κ.ά. Τα στοιχεία αυτά εξετάσθηκαν σε σύγκριση με στοιχεία για τυχόν αύξηση των τροχαίων ατυχημάτων και της εγκληματικότητας (κλοπές, ληστείες, σεξουαλικές και βίαιες επιθέσεις κ.ά.) στα ίδια μέρη, όπου έγιναν οι πειραματισμοί. Δεν διαπιστώθηκε, όμως, κάποια αύξηση στα σχετικά περιστατικά.
Όπως είπε ο ΄Έντουαρντς: «Σε μια εποχή που η τοπική αυτοδιοίκηση έχει ανάγκη να κάνει περικοπές δαπανών, τα ευρήματά μας δείχνουν ότι, αξιολογώντας προσεκτικά τους κινδύνους, ο δημόσιος φωτισμός μπορεί να μειωθεί, χωρίς να αυξηθούν τα τροχαία και τα εγκλήματα».
Η καθηγήτρια Σέιν Τζόνσον του UCL χαρακτήρισε «ενθαρρυντικά» τα ευρήματα, αλλά επεσήμανε ότι «είναι σημαντικό να τονισθεί πως αυτό δεν σημαίνει ότι θα συμβεί το ίδιο σε κάθε γειτονιά, γι’ αυτό οι όποιες αλλαγές στο δημόσιο φωτισμό πρέπει να υλοποιηθούν προσεκτικά».
Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με την μελέτη, σε αρκετές περιπτώσεις οι κάτοικοι δεν πρόσεξαν την μείωση του φωτισμού και δεν αισθάνθηκαν πιο ανασφαλείς, ούτε περιόρισαν τις μετακινήσεις τους. Όταν, όμως, τα φώτα είχαν σβήσει τελείως σε κάποια σημεία, οι ανησυχίες των ανθρώπων ήταν μεγαλύτερες. Το πλήρες σβήσιμο των φώτων θεωρήθηκε, επίσης, ως έλλειψη ενός δημόσιου αγαθού. Άλλοι επιστήμονες εμφανίσθηκαν πιο επιφυλακτικοί, επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί κανείς να είναι πράγματι σίγουρος ότι δεν θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις, αν οι πόλεις γίνουν πιο σκοτεινές τα βράδια.
Από τη Βίκυ Καρατζαφέρη, υπεύθυνη θεμάτων υγείας neadiatrofis.gr