Κι όμως το βάρος που έχουμε μπορεί να επηρεάσει την πιθανότητα να έχουμε υψηλό σάκχαρο στη μετέπειτα ζωή μας.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μια νέα έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Φιλανδία και δημοσιεύτηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Journal of Internal Medicine. Στην έρευνα συμμετείχαν 13.345 συμμετέχοντες οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ 1934-1944, στους οποίους έγινε λεπτομερής καταγραφή της ανάπτυξης κατά την βρεφική και παιδική τους ηλικία. Ένα ποσοστό 11.7% (1558 άτομα) διαγνώστηκαν με Διαβήτη τύπου 2 ως ενήλικες, ενώ φάνηκε ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του δείκτη μάζας σώματος στην παιδική ηλικία και της εμφάνισης Σακχαρώδους Διαβήτη (Σ.Δ.) τύπου 2 στην ενήλικη ζωή.
Πιο συγκεκριμένα βρέθηκε ότι χαμηλό βάρος στη βρεφική ηλικία, η οποία ακολουθείται από ταχεία αύξηση του βάρους κατά την παιδική ηλικία, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 στην ενήλικο ζωή. Επίσης φάνηκε πως η σχέση ήταν ισχυρή για όσους ως παιδιά είχαν υψηλό δείκτη μάζας σώματος στην ηλικία των 11 ετών και μετά. Επίσης, ιδιαίτερα γυναίκες με χαμηλότερο ΔΜΣ στη βρεφική ηλικία και μικρότερο μήκος γέννησης και ακολούθως με χαμηλότερο ΔΜΣ κατά την παιδική ηλικία, είχαν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη σε σύγκριση με βαρύτερες γυναίκες σε αντίστοιχες ηλικίες.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα πως ιδιαίτερα χαμηλό σωματικό βάρος στην γέννηση και τη βρεφική ηλικία μπορεί να ακολουθείται από ταχεία αύξηση βάρους αργότερα. Παράλληλα μικρό μήκος στην γέννηση μπορεί να σχετίζεται με χαμηλό ποσοστό σωματικού λίπους στην ενήλικη ζωή αλλά παρόλα αυτά μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης Σ.Δ τύπου 2.
Από την Ελένη Κουή, επιστημονική συνεργάτη neadiatrofis.gr