Μητρικός θηλασμός ή μπιμπερό; Ένα ερώτημα που προβληματίζει πολλές μαμάδες, ιδιαιτέρως νέες.
Η απόφαση που δεν είναι πάντα εύκολη, καθώς ο δρόμος του θηλασμού είναι πιο κουραστικός ενώ αυτός της χρήσης ξένου γάλακτος εύκολος και ξεκούραστος. Τα επιστημονικά δεδομένα ωστόσο δείχνουν ότι η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Τα οφέλη του μητρικού θηλασμού είναι πολλαπλά κι μεγάλα τόσο για τη μαμά όσο και για το παιδί. Ας δούμε κάποια από αυτά :
Παιδιά ηλικίας 7-8 που θήλασαν τουλάχιστον για 6 μήνες εμφάνισαν 10 βαθμούς υψηλότερο IQ από αντίστοιχα που δεν θήλασαν.
Παιδιά που θηλάζουν για 1 χρόνο εμφανίζουν κατά 50% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη, καθώς και κατά 10 φορές μικρότερη πιθανότητα να εισαχθούν στο νοσοκομείο κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής τους.
Ανάμεσα σε παιδιά που θήλασαν και σε άλλα που δεν θήλασαν, παρατηρήθηκε μειωμένη εμφάνιση λοιμώξεων του αναπνευστικού, ωτίτιδων, γαστρεντερίτιδων, νεκρωτικής εντεροκολίτιδας και διαφόρων τύπων αλλεργιών.
Παιδιά που θηλάζουν έχει βρεθεί ότι εμφανίζουν στο μέλλον μειωμένο κίνδυνο για εκδήλωση παχυσαρκίας, στεφανιαίας νόσου και της νόσου του Crohn.
Τι ιδιαίτερο όμως έχει το μητρικό γάλα που το καθιστά αναντικατάστατο; Αναλύοντας καταρχήν τη σύσταση του, παρατηρεί κανείς διαφέρει κατά πολύ συγκριτικά με άλλα γάλατα, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για την πέψη και την απορρόφηση της τροφής από το νεογνό. Αναλυτικότερα, το 6-7% των ολικών θερμίδων του μητρικού γάλατος προσφέρονται από πρωτεΐνες, εκ των οποίων 60% είναι διάφορες πρωτεΐνες ορού και ένα μικρότερο ποσοστό (40%) είναι καζεΐνη. Αντίθετα, στο αγελαδινό γάλα το 20% των ολικών θερμίδων προέρχονται από πρωτεΐνες, από τις οποίες το 80% είναι καζεΐνη.
Το γεγονός αυτό παίζει σημαντικό ρόλο στην ικανότητα πέψης του γάλατος, καθώς η καζεΐνη σχηματίζει ένα σκληρό και δύσπεπτο πήγμα στο στομάχι του νεογνού. Αν σκεφτεί κανείς σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία ότι το μητρικό γάλα περιέχει κατά πολύ μικρότερη ολική ποσότητα καζεΐνης συγκριτικά με το αγελαδινό, καταλαβαίνει πόσο πιο δύσπεπτο είναι το αγελαδινό γάλα και πόσο πιο καλή είναι η ανοχή του μωρού στο μητρικό γάλα. Ακόμη, στο μητρικό γάλα εμπεριέχονται σε μεγάλες ποσότητες απαραίτητα αμινοξέα τα οποία δεν μπορεί να συνθέσει ο οργανισμός του νεογέννητου, ενώ πολύ σημαντικό είνάι το γεγονός ότι στο ανθρώπινο γάλα βρίσκονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις τα αμινοξέα κυστεϊνη και ταυρίνη που είναι υπεύθυνα για την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος του μωρού.
Ως προς τη σύστασή του σε υδατάνθρακες, το μητρικό γάλα παρέχει το 42% των ολικών θερμίδων από λακτόζη, ενώ το αγελαδινό γάλα μόνο το 30%. Η λακτόζη συμβάλλει στην καλύτερη απορρόφηση τόσο ασβεστίου, όσο και μαγνησίου από το μωρό και ταυτόχρονα ενισχύει την εγκατάσταση απαραίτητων μικροοργανισμών (γαλακτοβάκκιλων) στο έντερο του νεογνού, οι οποίοι το προστατεύουν από διάφορες εντερικές λοιμώξεις. Η σύσταση του μητρικού γάλατος σε λιπίδια είναι παρόμοια με αυτή του αγελαδινού γάλατος, με εξαίρεση την περιεκτικότητα σε λινολεϊκό οξύ που είναι απαραίτητο πολυακόρεστο λιπαρό οξύ και στο οποίο υπερτερεί και πάλι το μητρικό γάλα. Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο όμως, είναι η ύπαρξη στο μητρικό γάλα μιας λιπάσης. Η λιπάση είναι ένα ένζυμό το οποίο ενεργοποιείται από τα χολικά άλατα που εκκρίνονται κατά την πέψη των λιπών και συμβάλλει σημαντικά στην υδρόλυση των τριγλυκεριδίων και κατά προέκταση στην καλή πέψη του γάλατος.
Ιδιαίτερη σημασία όμως στη σύσταση του μητρικού γάλατος, έχει η ύπαρξη αντισωμάτων και άλλων αμυντικών κυττάρων και παραγόντων (όπως είναι ο αντισταφυλοκοκκικός παράγοντας,) που περνούν από τη μητέρα στο νεογνό, έτοιμα να το προστατεύσουν από λοιμώξεις. Ακόμη, πολύ σημαντική είναι η ύπαρξη στο μητρικό γάλα ανοσοσφαιρινών με κυριότερη την IgA, η οποία παίζει σπουδαίο ρόλο στην προστασία του ανώριμου γαστρεντερικού σωλήνα του νεογνού. Έχει βρεθεί όμως πως ο θηλασμός θα πρέπει να διαρκέσει τουλάχιστον 3 μήνες προκειμένου να προσφερθεί στο νεογέννητο αυτή η προστασία.
Τέλος, έχουν βρεθεί στο μητρικό γάλα αρκετοί άλλοι αμυντικοί παράγοντες όπως λακτοφερίνη, λυσοζύμη, φιμπρονεκτίνη και άλλες, γεγονός που εξηγεί το φαινόμενο της χαμηλής συχνότητας εμφάνισης λοιμώξεων σε βρέφη που θηλάζουν, έναντι αυτών που δεν θήλασαν ποτέ.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr