Μελέτη που δημοσιεύεται στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Circulation, της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρίας, δείχνει ότι η καθημερινή κατανάλωση αναψυκτικών και ζαχαρούχων ροφημάτων σχετίζεται με αύξηση των επιπέδων σπλαγχνικού λίπους.
Το σπλαγχνικό λίπος, ουσιαστικά συσσωρεύεται σε όργανα του σώματος όπως το ήπαρ, το πάγκρεας και το έντερο, μπορεί να επηρεάσει την ορμονική λειτουργία του οργανισμού και θεωρείται ότι παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη ινσουλινοαντίστασης, που αποτελεί παράγοντα κινδύνου εμφάνισης διαβήτη και καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Για τους σκοπούς της μελέτης, περίπου 1.000 εθελοντές, ηλικίας 45 ετών κατά μέσο όρο, συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων και πραγματοποίησαν δύο αξονικές τομογραφίες –στην αρχή και στο τέλος της μελέτης-, προκειμένου να προσδιοριστούν τυχόν μεταβολές στα επίπεδα σωματικού λίπους.
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τέσσερις κατηγορίες, ανάλογα με τη συχνότητα κατανάλωσης αναψυκτικών και ζαχαρούχων ροφημάτων: απουσία κατανάλωσης (1), περιστασιακή κατανάλωση, δηλαδή 1 φορά το μήνα ή λιγότερο από 1 φορά την εβδομάδα (2), συχνή κατανάλωση, δηλαδή 1 φορά την εβδομάδα ή λιγότερο από 1 φορά την ημέρα (3) και καθημερινή κατανάλωση (4), στην οποία εντάχθηκαν όσοι δήλωσαν ότι καταναλώνουν τουλάχιστον μία μερίδα των εν λόγω ροφημάτων ανά ημέρα.
Έπειτα από διάστημα 6 ετών, και ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο, τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και άλλους παράγοντες, παρατηρήθηκε πως όσο υψηλότερη ήταν η συχνότητα κατανάλωσης ζαχαρούχων ροφημάτων, τόσο μεγαλύτερη ήταν η αύξηση των επιπέδων σπλαγχνικού λίπους.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, τα ευρήματα της μελέτης έρχονται να προστεθούν στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, που δείχνει ότι τα αναψυκτικά και τα ζαχαρούχα ροφήματα μπορεί να έχουν αρνητική επίδραση στην υγεία. Κλείνοντας, σχολιάζουν πως τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τις συστάσεις περιορισμού της κατανάλωσης αναψυκτικών και ζαχαρούχων ροφημάτων και προτείνουν στους καταναλωτές να τις ακολουθήσουν.
Επιστημονική Ομάδα neadatrofis.gr