Τα υψηλά λιπίδια αίματος (χοληστερόλη, τριγλυκερίδια) συνδέονται στενά με το σωματικό βάρος, καθώς αποτελούν μία από τις πρώτες μεταβολικές επιπτώσεις της αύξησης του βάρους και της εμφάνισης υπέρβαρου ή παχυσαρκίας.
Ειδικότερα, τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα τριλγυκεριδίων και ολικής χοληστερόλης και χαμηλότερα επίπεδα «καλής» χοληστερόλης σε σύγκριση με άτομα φυσιολογικού σωματικού βάρους. Επιπλέον, έχει φανεί ότι η «κεντρικού τύπου» παχυσαρκία, η ύπαρξη δηλαδή συσσωρευμένου λίπους στην περιοχή της κοιλιάς, αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη δυσλιπιδαιμιών, καθώς διαταράσσει τη λειτουργία του λιπώδους ιστού.
Από την άλλη, η απώλεια βάρους συμβάλλει στη βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ μέσω της μείωσης των επιπέδων τριγλυκεριδίων, ολικής χοληστερόλης και «κακής» χοληστερόλης.
Παράλληλα, καθώς μειώνεται το βάρος είναι πιθανό να παρατηρηθεί μείωση και στα επίπεδα «καλής» χοληστερόλης, τα οποία όμως όταν σταθεροποιηθεί το βάρος αυξάνονται, φτάνοντας σε υψηλότερες τιμές συγκριτικά με την περίοδο πριν την απώλεια βάρους. Ενδεικτικά, έχει βρεθεί ότι απώλεια βάρους, περίπου 4,5 κιλών, οδηγεί σε μείωση της ολικής χοληστερόλης κατά 9 μονάδες, της «κακής» χοληστερόλης κατά 4 μονάδες, των τριγλυκεριδίων κατά 6 μονάδες, ενώ η «καλή» χοληστερόλη, μετά από διατήρηση της απώλειας, μπορεί να αυξηθεί κατά περίπου 2 μονάδες.
Συμπερασματικά, η μείωση του υπερβάλλοντος σωματικού βάρους μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση των λιπιδίων. Δεδομένου όμως ότι είναι σημαντικός και ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται η απώλεια βάρους, ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο με ήπιο θερμιδικό περιορισμό και στόχο απώλεια βάρους της τάξης του 0,5 – 1 κιλό ανά εβδομάδα, θεωρείται μια ασφαλής και ικανοποιητική πρακτική για υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα με δυσλιπιδαιμία.
Από τη Χριστίνα Κατσαρού
Διαιτολόγο – Διατροφολόγο, MSc
Επιστημονική Συνεργάτη neadiatrofis.gr