Σύμφωνα με νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Nature Genetics, φαίνεται ότι τα παιδιά των οποίων οι γονείς καταναλώνουν δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος, είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη.
Για τους σκοπούς της μελέτης, οι ερευνητές χορήγησαν σε γενετικά όμοια ποντίκια δίαιτα υψηλής, μέσης ή χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, για διάστημα 6 εβδομάδων. Τα ποντίκια που κατανάλωσαν την πλούσια σε λίπος δίαιτα εμφάνισαν παχυσαρκία και διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας ωάρια και σπερματοζωάρια από τα ποντίκια που είχαν καταναλώσει δίαιτες διαφορετικής σύστασης, εμφύτευσαν έμβρυα σε υγιείς παρένθετες μητέρες και χορήγησαν δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά στους απογόνους.
Παρατηρήθηκε πως τα ποντίκια που προέρχονταν από δύο παχύσαρκους γονείς πήραν περισσότερο βάρος ακολουθώντας την υψηλή σε λίπος δίαιτα, συγκριτικά με εκείνα που είχαν έναν παχύσαρκο γονέα. Αντίστοιχα, η μικρότερη αύξηση βάρους παρατηρήθηκε στα ποντίκια που προήλθαν από γονείς φυσιολογικού βάρους, ενώ παρόμοια ήταν τα ευρήματα και για την ανοχή στη γλυκόζη.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως για την αυξημένη τάση εμφάνισης παχυσαρκίας και δυσανοχής στη γλυκόζη, ευθύνονται επιγενετικοί παράγοντες, ένα είδος «αποτυπώματος» δηλαδή, που δημιουργείται στο γενετικό υλικό από την επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων, το οποίο περνά και στις επόμενες γενιές.
Τέλος, σχολίασαν πως πρόκειται για την πρώτη μελέτη που δείχνει ότι οι απόγονοι μπορεί να κληρονομήσουν επίκτητες μεταβολικές διαταραχές μέσω των ωαρίων και σπερματοζωαρίων, γεγονός που ίσως έχει συμβάλλει στη δραματική αύξηση του ποσοστού εμφάνισης διαβήτη τα τελευταία 50 χρόνια.
Από τη Χριστίνα Κατσαρού, επιστημονική συνεργάτη neadiatrofis.gr