Η έλλειψη σιδήρου αποτελεί την πιο κοινή διατροφική ανεπάρκεια που απαντάται σε παγκόσμιο επίπεδο και εμφανίζεται κυρίως σε βρέφη, νήπια, παιδιά, έγκυες και γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι η έλλειψη σιδήρου κατά τη βρεφική ηλικία συσχετίζεται με φτωχότερες γνωστικές, κινητικές και κοινωνικο-αισθηματικές ικανότητες.
Συγκεκριμένα, σε μία προοπτική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Pediatrics και παρακολούθησε βρέφη με ανεπάρκεια σιδήρου για 25 χρόνια, έδειξε ότι ενήλικες που είχαν χρόνια ανεπάρκεια σιδήρου ως βρέφη ήταν λιγότερο πιθανό να ολοκληρώσουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή να λάβουν επιπλέον εκπαίδευση ή εξειδίκευση σε κάποιο τομέα ή ακόμα και να παντρευτούν.
Μάλιστα, ως ενήλικες δήλωναν χειρότερο επίπεδο συναισθηματικής υγείας και συναισθήματα αποξένωσης και απομόνωσης. Αντιθέτως, δεν παρατηρήθηκαν ανάλογα αποτελέσματα για εκείνα τα άτομα τα οποία είχαν ανεπάρκεια σιδήρου ως βρέφη αλλά κατάφεραν να την αντιμετωπίσουν μέσω τρίμηνης συμπληρωματικής θεραπείας.
Η ανεπάρκεια σιδήρου κατά τη βρεφική ηλικία φαίνεται να άσκει αρνητικές επιδράσεις στην υγεία του ατόμου όχι μόνο άμεσα αλλά και μετέπειτα κατά την ενήλικο ζωή, οδηγώντας σε καταστάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη κοινωνική και προσωπική ζωή του ατόμου.
Τόσο οι γονείς όσο και οι επιστήμονες του χώρου υγείας θα πρέπει να κινητοποιούνται άμεσα για την αντιμετώπιση της παρούσας διατροφικής ανεπάρκειας κατά τα πρώτα στάδια ζωής του ατόμου.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr